φοινικόδενδρο

φοινικόδενδρο
το, Ν
1. ο φοίνικας
2. ο κοκοφοίνικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + δέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. φοινικόδενδρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Χ. Μεταξά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”